άγευτος

άγευτος
-η, -ο
αυτός που δεν έφαγε, αγευμάτιστος: Ήταν κι οι δυο τους από το πρωί άγευτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άγευτος — η, ο [γεύομαι] 1. αυτός που δεν γεύτηκε κάτι, που δεν έφαγε 2. ο άγευστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”